- μονάμπυκας
- μονάμπυξhaving one frontletmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μονάμπυξ — μονάμπυξ, ὁ και ἡ (ΑΜ) (για άλογα) αυτός που έχει μόνο χαλινάρι («τέθριππά θ οἳ ζεύγνυσθε καὶ μονάμπυκας πώλους», Ευρ.) αρχ. (για ταύρο) αυτός που είναι μόνος στο ζυγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ἄμπυξ «χαλινάρι» (πρβλ. λιπαρ άμπυξ, χρυσ άμπυξ)] … Dictionary of Greek
τέθριππος — Αυτός που σύρεται από 4 άλογα (ίππους). Το τέθριππο άρμα είχε 2 μεσαία άλογα, που τα έλεγαν ζυγίους, και 2 ακραία, τους σειραίους ή σειροφόρους ή παρηόρους. Το χρησιμοποιούσαν ιδίως στις αρματοδρομίες της Ολυμπίας. Αρχικά τα άλογα ήταν κανονικά,… … Dictionary of Greek